καλαμωδης

καλαμωδης
    καλαμώδης
    κᾰλᾰμ-ώδης
    2
    заросший тростником
    

(λίμνη Anth.)

    τὰ τῶν λιμνῶν τὰ καλαμώδη Arst. — тростниковые заросли на болотах


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καλαμωδης" в других словарях:

  • καλαμώδης — rushy masc/fem acc pl (attic epic doric) καλαμώδης rushy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) καλαμώδης rushy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμώδης — ες (AM καλαμώδης, ες) (για τόπους) κατάφυτος με καλάμια νεοελλ. 1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής 2. φρ. «καλαμώδη φυτά» τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος τού καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • καλαμωδέστερον — καλαμώδης rushy adverbial comp καλαμώδης rushy masc acc comp sg καλαμώδης rushy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμώδη — καλαμώδης rushy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καλαμώδης rushy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καλαμώδης rushy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμῶδες — καλαμώδης rushy masc/fem voc sg καλαμώδης rushy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμώδεος — καλαμώδης rushy masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • πολυηλάκατος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για ποτάμι) αυτός που έχει πολλά καλάμια, κατάφυτος με καλάμια, καλαμώδης («πολυηλάκατοι ποταμοί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἠλακάτη «ρόκα» (πρβλ. χρυσ ηλάκατος)] …   Dictionary of Greek

  • ԵՂԵԳՆՈՒՏ — (ի, ից.) NBH 1 0653 Chronological Sequence: Unknown date ա. καλαμώδης arundinosus Ուր բուսեալ կայ եղէգն շատ. շամբուտ. եղէգնոտ. ... *Մտեալ յեղեգնուտն անտառ՝ գտին անդ զեղբայրն. Վրք. հց. ՟Ժ: գ. ԵՂԵԳՆՈՒՏ գ. καλαμών arundinetum Տեղի եղեգանց. շամբք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»